περισσεύω

περισσεύω
και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός]
1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.)
2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω περίσσεια, είμαι υπεραρκετός (α. «η κακία περισσεύει στην εποχή μας» β. «τὸ ἀνδρεῑον ἐπερίττευεν αὐτῇ», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «στο καλάθι δεν χωράει, στο κοφίνι τού περισσεύει» — λέγεται όταν υπάρχει δυσκολία προσαρμογής σε μια κατάσταση
β) «τού τρελού το σκοινί δεν φτάνει μονό, διπλό φτάνει και περισσεύει» — αυτός που τσιγκουνεύεται για ένα αναγκαίο έξοδο, αργότερα θα χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα
νεοελλ.-αρχ.
1. γίνομαι περισσότερος, αφθονότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω (α. «η παίδα του περίσευγε και μπλιο δεν είχε γνώση», Ερωτόκρ.
β. «αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι ἐστερεοῡντο καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ' ἡμέραν», ΚΔ)
2. μένω ως υπόλοιπο, ως πλεόνασμα, απομένω (α. «μάς περίσσεψαν αρκετά χρήματα» β. «εἴ τι περισσεύοι ἀπὸ τῶν τόκων», επιγρ.)
3. (νεοελλ. μόνο ο τ. περιττεύω, αρχ. και ο τ. περισσεύω) είμαι περιττός, πλεονάζω ως άχρηστος, παρέλκω (α. «όταν μιλούν τα πράγματα, τα λόγια περιττεύουν» β. «τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες», Σοφ.)
4. είμαι ανώτερος, έχω περισσότερα πλεονεκτήματα, πλεονεκτώ, ξεπερνώ κάποιον (α. πάσα κιανείς στο δύναται τσ' άλλους να περισσεύγει», Ερωφ.
β. «καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ κτῆνος;», ΠΔ)
αρχ.
1. (για πρόσ.) έχω κάτι άφθονο, έχω αφθονία από κάτι («περισσεύειν χορηγίᾳ», Πολ.)
2. (μτβ. για πράγμ.) καθιστώ κάτι άφθονο, παρέχω κάτι με αφθονία («δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾱσαν χάριν περισσεῡσαι εἰς ὑμᾱς», ΚΔ)
3. (και το παθ.) περισσεύομαι
παρέχομαι, δίνομαι με αφθονία («ὅστις γὰρ ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῶ καὶ περισσευθήσεται», ΚΔ)
4. γίνομαι ανώτερος, καλύτερος («πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῑται ἵνα περισσεύσητε», ΚΔ)
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον στον αριθμό ή στην ποσότητα («περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι», Ξεν.)
6. (το μέσ. με γεν.) έχω κάτι άφθονο, υπεραρκετό («πόσοι μίσθιοι τοῡ πατρός μου περισσεύονται ἄρτων;», ΚΔ)
7. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ περισσεῡον
το περίσσευμα («ἦραν τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων», ΚΔ)
8. ενεργώ, κάνω ώστε να προάγεται κάποιος, προάγω («ὑμᾱς δὲ Κύριος πλεονάσαι καὶ περισσεῡσαι τῇ ἀγάπῃ», ΚΔ)
9. μέσ. βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, πλεονεκτώ («οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσευόμεθα, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα», ΚΔ)
10. φρ. α) «περισσεύω τὰς ὥρας» — επιμηκύνω τις ώρες
β) «περισσεύω μᾱλλον» — προάγομαι, προοδεύω, προκόβω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περισσεύω — περισσεύω, περίσσεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: περισσεύω : η παθητική φωνή μόνο στη μτχ. περισσευούμενα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περισσεύω — to be over and above pres subj act 1st sg περισσεύω to be over and above pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσεύω — περίσσεψα, μτχ. παθ. ενεστ. περισσευούμενος, αμτβ., είμαι παραπανίσιος, πλεονάζω: Του φτωχού το σκοινί μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει (παροιμία) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσεύετε — περισσεύω to be over and above pres imperat act 2nd pl περισσεύω to be over and above pres ind act 2nd pl περισσεύω to be over and above imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσεύῃ — περισσεύω to be over and above pres subj mp 2nd sg περισσεύω to be over and above pres ind mp 2nd sg περισσεύω to be over and above pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττεύσει — περισσεύω to be over and above aor subj act 3rd sg (attic epic) περισσεύω to be over and above fut ind mid 2nd sg (attic) περισσεύω to be over and above fut ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττεύσουσιν — περισσεύω to be over and above aor subj act 3rd pl (attic epic) περισσεύω to be over and above fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περισσεύω to be over and above fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττεύσῃ — περισσεύω to be over and above aor subj mid 2nd sg (attic) περισσεύω to be over and above aor subj act 3rd sg (attic) περισσεύω to be over and above fut ind mid 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττεύῃ — περισσεύω to be over and above pres subj mp 2nd sg (attic) περισσεύω to be over and above pres ind mp 2nd sg (attic) περισσεύω to be over and above pres subj act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσευομένων — περισσεύω to be over and above pres part mp fem gen pl περισσεύω to be over and above pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”